δυσπιστία, -ας, ἡ
incredulidad, desconfianza
δυσπιστίαν γὰρ τοῖς ἀκούουσι ἐμποιεῖAët.7.117, cf. Zos.Alch.209.8
•falta de fe, dificultad para creer en la fe cristiana
ἡ δ. ἕξις δυσπαράδεκτος πίστεωςClem.Al.Strom.2.6.28,
οὐ ... πᾶσιν Ἕλλησιν δυσπιστίαν ἐγκαλεῖν ἔστινSoz.HE 1.1.7, cf. Eus.HE 2.17.18.