< δυσπερικάθαρτος
δυσπερίκτητος >
δυσπερικτησία
,
-ας, ἡ
fracaso en la adquisición de bienes
χρημάτων ἀποβολὴ καὶ δυσπερικτησίαι
Heliod.Neop.64.19.