δυσπεπτέω


medic. digerir con dificultad, tener malas digestiones στυπτικὴν ... ἔχει τὴν δύναμιν ... ἁρμόζουσαν τοῖς δυσπεπτοῦσι del vino ὀμφακίτης Dsc.5.6.14, ἀπεπτεῖν τε καὶ δ. Gal.10.59, τοὺς δυσπεπτοῦντας καὶ ἀνορέκτους Paul.Aeg.3.37.6, cf. Hippiatr.Cant.5.1
en v. pas. ser indigesto οὗτοι βλάπτουσι δυσπεπτούμενοι de setas comestibles, Dsc.4.82.