δύσπεπτος, -ον
I
ἰκμάςArist.GA 776a12, cf. 766b36
•inmaduro, poco formado o sin formar
νούσῳ δαμναμένη δύσπεπτον ὑπὲκ γόνον ἔκχεε γαίῃNic.Al.297 (var.), semillas, Thphr.CP 2.17.7.
2 medic. indigesto, que se digiere mal
βοὸς κρέα ἰσχυρὰ ... καὶ δύσπεπταHp.Vict.1.46, cf. Mnesith.Ath.37.2, D.S.1.35,
μῆλα γλυκέαHp.Vict.1.55,
αἱ ῥίζαι πᾶσαιMnesith.Ath.25.6,
βρώματαErasistr.247, Nicom.Com.1.31,
τῇ τῶν νοσούντων διαίτῃ ... τὰ εὔπεπτα καὶ δύσπεπταPlu.2.662f, cf. Arist.Pr.863b4,
κάρυα βασιλικάDsc.1.125,
αἱ ῥεφανῖδεςSor.1.17.133,
τὸ ὄσπριονClem.Al.Strom.3.3.24,
παχύχυμον ἔδεσμα ... καὶ δύσπεπτον ... ἅπας ἐγκέφαλοςGal.6.676,
ζῴων ὄρχειςGal.6.676,
τὰ ... ὑγράArist.Pr.873a10,
ὁ δὲ μέλας (οἶνος)Dsc.5.6.2,
κεράτιαPaul.Aeg.1.81.3.
II adv. -ως sin cocción, en crudo
τὰ ... χλωρὰ φύλλα καὶ τὰ φλεγμαίνοντα μόρια δ. ὀνίνησιν ἔξωθεν καταπλασσόμεναGal.11.851.