< δυσπαρατήρητος
δυσπάρευνος >
δυσπαράτρεπτος
,
-ον
difícil de doblegar
o
corromper
δικαστής
Poll.8.10,
glos. a δυσπαραίτητος
Sch.A.
Pr
.34D.