δυσπαράκλητος, -ον
implacable, inexorable
τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπουI.AI 16.151 (cód., v. δυσπαραίτητος),
ἀτελεύτητος δὲ δυσαξίωτος, δ.Sch.S.OT 334P.,
glos. a δυσπαραίτητοςSch.A.Pr.34D.,
ἀναίδειαSch.Er.Il.1.225c.
τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπουI.AI 16.151 (cód., v. δυσπαραίτητος),
ἀτελεύτητος δὲ δυσαξίωτος, δ.Sch.S.OT 334P.,
glos. a δυσπαραίτητοςSch.A.Pr.34D.,
ἀναίδειαSch.Er.Il.1.225c.