< δυσπαράπομπος
δυσπαρατήρητος >
δυσπαραστάτως
adv.
con una mala formulación
,
incorrectamente
ὡς ἰδιώτης ... τῷ λόγῳ ... δ. ἔφρασεν ἃ νενόηκεν
Origenes
Io
.13.54.