< δυσπαράβλητος
δυσπᾰράβουλος >
δυσπαραβοήθητος
,
-ον
que no recibe ayuda
,
desasistido
,
indefenso
τὴν δύναμιν ἄγοντας δυσπαραβοηθήτους
Plb.5.22.7.