δυσορεξία, -ας, ἡ


medic. disorexia, alteración del apetito dif. de ἀνορεξία Gal.7.62, 128, καταργεῖσθαι τὴν γαστέρα καὶ τὰς ταύτης δυσορεξίας Isid.Pel.Ep.M.78.376C.