< δυσοδμ-
δύσοδος >
δυσοδοπαίπᾰλος
,
-ον
de camino áspero
,
escarpado
dud., fig.
λάχη θεῶν ... †δυσοδοπαίπαλα† δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς
A.
Eu
.387, cf. Sch.A.
Eu
.388.