< Δυσμαί
δυσμανής >
δυσμάλακτος
,
-ον
difícil de ablandar
κόπριον
Ruf. en Orib.8.24.22,
ὁ σίδηρος
Sch.Hes.
Sc
.122G.
•
fig.
θυμός
Eust.1003.46.