< δυσμετάπτωτος
δυσμετάστρεπτος >
δυσμετάστατος
,
-ον
inquebrantable
,
inamovible
τοῦτο γὰρ ... δυσμετάστατον, ὅπερ εὐφροσύνῃ πράττεται
Apoll. en
Cat.Ps
.118
Pal
.111b.5.