δυσμετάκλητος, -ον
1 difícil de revocar o disuadir como expl. de
στερεόςSch.Paul.Al.102.14,
δυσμετάκλητοι ... ὅταν ἅπαξ ὠμοφαγήσωσιde perros Gp.19.2.13.
2 difícil de conmover, insensible
glos. a δυσανάλγητοςSud.s.u. ἀνάλγητος.
στερεόςSch.Paul.Al.102.14,
δυσμετάκλητοι ... ὅταν ἅπαξ ὠμοφαγήσωσιde perros Gp.19.2.13.
glos. a δυσανάλγητοςSud.s.u. ἀνάλγητος.