δυσμετάθετος, -ον
I
δυσέριδες ... καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοιPlb.12.26d.5, cf. Plu.2.535b.
2 de cosas difícil de trasladar
τὰ λελυμένα (δεσμίδια) op. εὐμετάθεταGal.11.215
•difícil de cambiar, inmutable
ἡ προαίρεσιςPlu.2.799b,
ἡ συνήθειαGr.Nyss.Virg.286.10.
II adv. -ως de modo inamovible o difícilmente alterable
δ. σχήσουσιν αὐτῆςPs.Nonn.Comm.in Or.4.21.