< δυσμετάληπτος
δυσμετάπεμπτος >
δυσμετανόητος
,
-ον
de difícil arrepentimiento
neutr. plu. subst. τὰ δ.
dificultades de arrepentimiento
τῷ ἐκτὸς ἀνάγκης ἁμαρτάνοντι δ. γίνεται
Marc.Er.
Opusc
.M.65.912D.