δυσμενικός, -ή, -όν


1 hostil ὀργή Plb.6.7.8, λοιδορία Plb.38.20.6, λόγοι Plb.16.22.8, ὁ πόλεμος ἄλλην ἀρχὴν εἰλήφει ... τῆς πρόσθεν ... δυσμενικωτέραν la guerra había adquirido un reinicio más hostil que el de antes Plb.15.3.1.

2 adv. -ῶς de manera hostil φθείρειν τὴν χώραν δ. Plb.8.8.1, τὰ μὲν ἐλαττώματα δ. ... ἐξήγγελκε Plb.12.15.10, cf. 30.4.14.