< δυσληψία
δυσλογέω >
δυσλίμενος
,
-ον
de mal puerto
ἡ Κρήτη τὰ πρὸς βορρᾶν
Eust.1861.40,
glos. a δύσορμος
Sch.A.
Pers
.448bM.