< δυσκατέργαστος
δυσκατορθεία >
δυσκάτοπτος
,
-ον
difícil de percibir
τῶν ζητουμένων ἡ γνῶσις
Cyr.Al.M.68.232A, cf. M.69.872D, M.70.641A, Cyr.Al.
Nest
.3.proem.