< δυσκατάκοπτος
δυσκατάληπτος >
δυσκάτακτος
,
-ον
difícil de romper
de frutos y partes de plantas
, Thphr.
HP
3.7.4, Dsc.3.22.2, Ael.Dion.
α
63,
μηχανήματα
Apollod.
Poliorc
.139.8.