δυσκάθεκτος, -ον
1 difícil de sujetar, reprimir o gobernar
ἵπποιX.Mem.4.1.3, cf. Chrys.M.48.846, Them.in de An.38.9,
πλήθηPlu.Num.4,
τὸν δῆμον ... τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄνταPlu.Cat.Ma.27,
ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷαPlu.2.330b
•de pers. y dioses
δυσκάθεκτόν τι καὶ ὁρμητικὸν ἐχόντων (τῶν Σατύρων)Corn.ND 30,
τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖςPlu.2.31d,
νέοι, καὶ δυσκάθεκτοι ταῖς ὁρμαῖςGr.Naz.M.36.513D, cf. Basil.M.31.912A, 181C
•fig. de abstr.
δυσκάθεκτον πρᾶγμαalgo difícil de reprimir ref. a los insultos, Plu.2.810e,
ἡ πολιτείαPlu.Luc.38,
πόθοςGr.Naz.M.37.948A,
ἐπιθυμίαιBasil.M.32.1380C,
ὁρμαίBasil.Ep.2.2
•neutr. subst. dificultad de reprimir c. gen.
τὸ δ. τῆς ὀργῆςBasil.Ep.25.2
•medic. difícil de sujetar, retener, contener
τὰ ἔντερα ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳGal.10.412,
χυμόςGal.19.489.
2 fig. difícil de retener en la memoria, un oráculo, Plu.2.408b.