< δύσκτητος
δυσκύλιστος >
δυσκυβέω
tener mala suerte con los dados
ἐξίσταντο καὶ τῶν σκευαρίων οἱ δυσκυβοῦντες
Ath.666d, cf. Poll.7.204,
op. εὐκυβεῖν
Poll.9.94.