δυσκρᾰσία, -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Aret.SD 2.12.4, Man.4.543
1 destemplanza del tiempo atmosférico
ἀεροςThphr.CP 5.8.2,
ἀέρων, op. εὐκρασίαStr.6.4.1,
δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντοςPlu.Alex.58, cf. M.Ant.9.2
•del cuerpo Chrysipp.Stoic.2.216, Plu.Dio 2, Arat.29,
ἀναισθήτῳ τε παλαίῃ δυσκρασίῃMan.l.c.
2 fisiol. desequilibrio o alteración de la κρᾶσις elemental o natural, discrasia
δ. τῶν ἐν ἡμῖν δυνάμεωνPh.1.29, de los elementos primarios: lo frío, lo caliente, lo seco y lo húmedo
τὰ πρῶτα νοσήματα τὰ κατὰ δυσκρασίανGal.1.284,
ὁ περὶ τῆς δυσκρασίας (λόγος)Gal.10.517,
τῆς ἐμφύτου θέρμης δ.Aret.l.c., cf. Artem.3.56, Gal.13.190, 18(2).586, Cass.Fel.75,
τὸ περιττὸν τῆς δυσκρασίαςSteph.in Hp.Fract.89.2, rel. a la fiebre, Steph.in Hp.Progn.138.20,
ψυχρὰ δ. τῆς γαστρόςSteph.in Hp.Progn.172.35
•afección, enfermedad
δυσκρασίαν γὰρ ἓν μέν τι πάθος γενικῶς ὀνομάζουσιGal.13.191, pero distingue varios tipos
ἡ δ. ... τοῦ ἥπατοςGal.13.192, del bazo, Archig.14.27B.,
ἡ δ. καὶ κατὰ τὰς ... φλέβαςGal.13.193,
χρὴ τὰς δυσκρασίας ἰᾶσθαι τῆς γαστρόςGal.10.518.