< *Δύσκορσος
δυσκρᾱής >
δυσκουσσίων
,
-ονος, ἡ
lat.
discussio
,
examen
,
investigación de cuentas
δ. πότερον καλῶς ἢ κακῶς διῴκησε
Nil.M.79.209B.