δυσκολία, -ας, ἡ
1 ref. a pers. mal humor, mal carácter
ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράνpor su mal carácter eligiendo para todos la raya larga e.e., la condena en el tribunal, Ar.V.106, cf. 883,
ἀθυμία καὶ δ. καὶ μανίαX.Mem.3.12.6,
εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπάPl.Ti.87a,
δυσκολίας ἔμπλεοςPl.R.411c,
θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶνPl.Lg.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.Tim.44
•descontento
δ. τῶν πολλῶνdescontento popular Pl.Lg.757e, cf. LXX Ib.34.30
•mala actitud
ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ.Arist.Top.160b11.
2 ref. a cosas o abstr. dificultad
τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχονταD.5.1,
ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίανArist.Pol.1281a11,
διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντεςD.S.1.25,
περὶ τὸν πορθμὸν δ.dificultad en torno al estrecho ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35,
δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεωςPh.Bel.56.44, cf. I.AI 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29
•en sent. fís. molestia
καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίαςGal.16.108, cf. 18(2).263,
ἔκλυσις καὶ δυσκολίαGal. en Orib.7.23.12.