δυσκοινώνητος, -ον


1 insociable ψυχή Pl.R.486b
asocial οὐδεμία γὰρ μοχθηρία μᾶλλον δ. ἀπιστίας Them.Or.21.258b.

2 difícil de compartir ἡ ἀρχή Plu.Demetr.3.