< δυσκληρέω
δυσκληρία >
δυσκλήρημα
,
-ματος, τό
infortunio
πολλὰ γὰρ ὑπέμειναν δυσκληρήματα ... τοῖς Δηλίοις
Plb.30.20.9, cf. Tz.
H
.3.306.