δυσκλεής, -ές
• Alolema(s): δυσκλεᾶς E.Hel.993; δυσκλής Simm.Securis 6
• Morfología: [sg. ac. δυσκλέᾰ Il.2.115, 9.22; plu. nom. δυσκλέες Man.3.148, neutr. δυσκλέα Man.2.181]
I
καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαιy me ordena volver a Argos desprovisto de gloria, Il.ll.cc.,
δ. τ' ἀπώλετοde Edipo, S.Ant.50, cf. Iambl.Fr.82
•mal afamado, infame
οὐκ οὖσ' ἄδικος, εἰμὶ δ.E.Hel.270,
γένος θυγατέρων δ. τ' ἀν' ἙλλάδαE.Or.250,
οἱ δυσκλεεῖς op. οἱ εὐκλεεῖςX.Cyr.3.3.53, cf. D.C.41.13.4,
νᾶμα κόμιζε δ.Simm.l.c.,
αἰνόγαμοι καὶ δυσκλέεςMan.3.148.
2 de abstr. y cosas deshonroso, que causa deshonra
τὸ δ' ἔργον ᾔδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶsabía que el acto (e.e. el suicidio) y la enfermedad (e.e. el amor por Hipólito) eran deshonrosos E.Hipp.405,
μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως ... ἡμᾶς καταστρέψαι τὰ πράγματαLXX 3Ma.3.23
•infame
τεθνᾶσιν ... δυσκλεεστάτῳ πότμῳA.Pers.444,
Ζηνὶ δ. θέαA.Pr.241,
ὄνομα δ.E.Hel.66,
συνάπτων δυσκλέα λέκτραMan.2.181.
II adv. -ῶς deshonrosamente
δ. θανεῖνS.El.1006, cf. Plu.2.169a,
δ. γὰρ οὐ κτενεῖςE.Hel.993 (cód.).