δυσκερδής, -ές


1 de ganancia mal adquirida ἄγρη Opp.H.2.417.

2 adv. -ῶς sin ganancia, e.d. sin mejora δυσκερδῶ[ς κατεργάζεται τὰ ... χώματα CPR 8.28.10 (IV d.C.), cf. BL 9.68.