< δυσκατάρτιστος
δυσκατάστατος >
δυσκατάσβεστος
,
-ον
difícil de extinguir
δύναμις
D.S.4.54,
λείψανον
Plu.2.417b, cf. Apollon.
Lex
.682, Gal.13.768.