δυσκαταμάχητος, -ον
difícil de vencer
ὁ σαρκοφάγος ταῦροςD.S.3.35,
νόσοςErot.43.16
•fig., de pers. en sent. amoroso
νενίκηται ἡ δ.Hld.4.7.1, de la pobreza, Lib.Decl.34.4
•difícil de conquistar, atacar
χώραIust.Nou.28.6.
ὁ σαρκοφάγος ταῦροςD.S.3.35,
νόσοςErot.43.16
νενίκηται ἡ δ.Hld.4.7.1, de la pobreza, Lib.Decl.34.4
χώραIust.Nou.28.6.