δυσκαρτέρητος, -ον
1 difícil de soportar, insoportable
ψῦχοςDuris 50,
πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρηταPh.1.639,
ἀλγηδόνεςPh.2.15,
κακοπάθειαιPh.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
•irresistible
ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξανPlu.2.546c
•que no se tolera bien
ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεωςde un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente
πυρεῖσθαιHerod.Med. en Aët.9.2,
ἔχεινPorph.Marc.8.