< δυσκαής
δυσκάθαρτος >
δυσκαθαίρετος
,
-ον
difícil de destruir
o
aniquilar
ἀντίπαλοι
Ph.1.61,
ἐπιτείχισμα
Ph.2.82,
στάσις
I.
BI
2.418,
συμφωνία
Plu.2.511c,
ἀσπίς
Zen.6.52.