< δυσήμετος
δυσήνεμος >
δυσημής
,
-ές
• Morfología:
[jón. plu. ac. δυσημέας Hp.
Aph
.4.7]
que vomita con dificultad
Hp.l.c., Orib.8.1.40, cf. δυσεμής.