< δυσήκοος
δυσήλατος >
δυσηλάκᾰτος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
hilandera de un destino funesto
Μοῖρα
Nonn.
D
.1.367
•
de suerte funesta
Φιλομήλη
Nonn.
D
.4.321.