δυσεύρετος, -ον


1 difícil de encontrar de ciertos alimentos, X.Mem.3.14.7, cf. Vect.4.13, μιμήσομαι λύκου κέλευθον πολεμίοις δυσεύρετον imitaré la marcha del lobo, oculta para los enemigos E.Rh.212, τεῖχος por estar escondido, D.H.4.13, τὸ στόμα τοῦ ποταμοῦ Peripl.M.Rubri 43, διέξοδοι ... τοῖς ἀπείροις δυσεύρετοι del laberinto, D.S.4.77, τῆς ἐν τοῖς παροιχομένοις χρόνοις ἀληθείας οὔσης δυσευρέτου D.S.13.90, δυσεύρετον σφόδρα τὸ τούτων ἐστὶ γένος Ph.1.234, σπάνιον καὶ δυσεύρετόν ἐστι φίλος βέβαιος Plu.2.97b, (ἔρως) αἴνιγμα δυσεύρετον ὤν Plu.Fr.136, τί φίλος; ... δ. κτῆμα Secund.Sent.11, de un libro, Phot.Bibl.145a32, τὸ ... ἄριστον δυσεύρετόν τε καὶ δυσεπίκριτον ref. a un modelo de estilo, Ap.Ty.Ep.19, χρῆμα Luc.Tim.25, δ. ὅ γε σοφὸς ἀληθῶς Eus.PE 7.8.13
fig. difícil de entender de palabras, A.Pr.816, ζήτησις δ. investigación condenada al fracaso Ph.1.624, λόγος Porph.Fr.360.7.

2 difícil de calcular ἵνα ... τούτων ἡ πληθὺς μὴ δ. D.H.4.15.

3 en el que es difícil encontrar un camino, impenetrable ὕλη E.Ba.1221
fig. de difícil solución φροντίδες Philostr.VA 1.32
neutr. subst. τὸ δ. τῆς ἀφροσύνης lo intrincado de la sinrazón D.Chr.80.9, τὸ δυσεργὲς καὶ δ. τοῦ πράγματος OGI 502.6 (Ezanos II d.C.).