δυσείσβολος, -ον
• Alolema(s): δυσέσβ- Th.3.101
de lugares de difícil acceso gener. en cont. bélico c. el sent. difícil de invadir
(ἡ Λακωνική) δ. πολεμίοιςE.Fr.1083,
ταύτῃ γὰρ δυσεσβολώτατος ἡ ΛοκρίςTh.l.c.,
τόποιCtes.1b.6.1, cf. D.S.2.2,
χώραAen.Tact.16.17, cf. D.S.15.63,
τυφλὸν τὸ στόμα ποιεῖ καὶ δ. ἐστι (ὁ ποταμός)Str.5.1.5, cf. 4.1.8, 16.4.18.