< δυσευνάτωρ
δυσεύνητος >
δυσευνήτειρα
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
-ευνάτειρα
Sch.A.
Th
.290-294b
compañera de lecho funesto
πελειάς
A.
Th
.293 (cód.), Sch.A.
Th
.292c-d, 293c-f.