< δυσετηρία
δυσεύναστος >
δυσετυμολόγητος
,
-ον
de difícil derivación
,
de difícil etimología
τὸ δὲ ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς δ. διὰ ἀρχαιότητά ἐστι
Corn.
ND
20.