δυσεπίμικτος, -ον


insociable, hostil al trato con οἱ νομάδες δυσεπίμικτοι τοῖς ἄλλοις Str.11.2.2, cf. Str.3.3.8
subst. τὸ δ. insociabilidad, falta de trato τὸ ἄστοργον καὶ δ. Plu.2.917c, cf. Porph.Abst.4.6.