< δυσεπίβλητος
δυσεπιβούλευτος >
δυσεπίβολος
,
-ον
1
difícil de invadir
χώρα
Aen.Tact.8.1.
2
difícil de llevar a cabo
πλοῦς
Peripl.M.Rubri
39.
3
difícil de resolver
ἀπορία
Dam.
Fr
.277.