< δυσεξάτμιστος
δυσεξέλικτος >
δυσεξέλεγκτος
,
-ον
1
difícil de refutar
λόγοι
Pl.
Phd
.85c, de pers., Ptol.
Tetr
.3.14.29.
2
difícil de descubrir
φάρμακα
D.H.3.5.