< δυσεξάλειπτος
δυσεξανάλωτος >
δυσεξάλυκτος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
difícil de evitar
λοιμός
Orác. en
IGR
4.1498B.11 (Cesarea Troqueta II d.C.),
κακόν
Poll.10.132, cf. Hsch.