< δυσεξάγωγος
δυσεξάλειπτος >
δυσεξάκουστος
,
-ον
difícil de oír
τὰ διὰ φωνῆς ... δυσεξάκουστα (παραγγέλματα)
Ael.
Tact
.35.3.