< δυσεντερικός
δυσεντεριώδης >
δυσεντέριον
,
-ου, τό
medic.
disentería
,
Act.Ap
.28.8,
καλοῦσι δὲ δ. τηνεσμὸν οἱ ἐξ Ἱπποκράτους
Eutecnius
Al.Par
.74.20, cf. Moer.
δ
34.