< δυσέκπληκτος
δυσέκπλοκος >
δυσεκπλήρωτος
,
-ον
imposible
o
difícil de alcanzar
τἀγαθό[ν] ... ἀνεκ[π]λήρωτον ἢ δυσεκπλήρω[τ]ον
Phld.
D
.1.12.9.