δυσεκκάθαρτος, -ον
1 difícil de eliminar de humores difícil de purgar
ὁ μελαγχολικὸς ... χυμόςGal.1.280, cf. 15.372.
2 fig. imborrable, difícil de reparar de actos impíos
σπίλοιD.H.4.24,
ῥύποιD.H.4.24.
ὁ μελαγχολικὸς ... χυμόςGal.1.280, cf. 15.372.
σπίλοιD.H.4.24,
ῥύποιD.H.4.24.