< δυσεκβίαστος
δυσέκβλητος >
δυσεκβίβαστος
,
-ον
difícil de apartar
,
incapaz de apartarse
c. gen.
ἡ ψυχὴ ... δ. τούτων ὧν συνειθίσθη κακῶν
Iust.Phil.
Fr
.112.