< δυσεγκλήμων
δυσέγχωστος >
δυσεγχείρητος
,
-ον
difícil de llevar a cabo
,
de acometer
τὸ μέγεθος τῆς ἐπιβολῆς
I.
AI
15.388,
τὸ πρόβλημα
Hippol.
Fr.Cant
.1.10 en
Muséon
77.1964.142.