δυσδίοδος, -ον
difícil de atravesar, intransitable
ἡ πάροδοςPlb.5.7.10, c. dat.
ἡ πορεία ... στρατοπέδοιςPlb.3.61.3
•de un color impenetrable Thphr.Sens.73 (= Democr.A 135).
ἡ πάροδοςPlb.5.7.10, c. dat.
ἡ πορεία ... στρατοπέδοιςPlb.3.61.3