< δυσδάμαρ
δύσδεικτος >
δυσδάμαστος
,
-ον
1
difícil de domar
ἡμίονοι
Eust.361.34.
2
difícil de romper
ξίφος
Eust.548.29,
σίδηρος
Sch.Hes.
Sc
.122G.